δι-αρπαγή

δι-αρπαγή

δι-αρπαγή, , das Plündern, Her. 9, 42; Pol. 10, 16, 6; Diod. Sic. 12, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρπαγή — seizure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγη — hook fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱ρπάγη , ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • αρπαγή — η (Α ἁρπαγή) [αρπάζω] η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων αρχ. 1. τα λάφυρα, η λεία 2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής …   Dictionary of Greek

  • ἁρπαγῇ — ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγῆι , ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπαγή — η 1. αφαίρεση πραγμάτων με τη βία, άρπαγμα, λεηλασία: Οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο επιδόθηκαν σε αρπαγές. 2. βίαιη απαγωγή προσώπου: Οι αρπαγές παιδιών συνήθως γίνονται για να ζητηθούν κατόπι λύτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαβίνων, αρπαγή — Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όταν ο Ρωμύλος έχτισε τη Ρώμη, θέλησε να εξασφαλίσει γυναίκες για τους άντρες που είχε συγκεντρώσει εκεί, γι’ αυτό προσκάλεσε τους γείτονες του Σ. να πάνε στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν κάτι αγώνες. Ενώ λοιπόν οι… …   Dictionary of Greek

  • ἁρπαγῆι — ἁρπαγῇ , ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγῇ , ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαγῶν — ἁρπάγη hook fem gen pl ἁρπαγή seizure fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγαι — ἁρπάγη hook fem nom/voc pl ἁρπάγᾱͅ , ἁρπάγη hook fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”