- δια-πίμπλημι
δια-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz erfüllen, Sp., τινός. – Pass., διεπλήσϑη Σικελία αὐτῶν Thuc. 7, 85; dah. = überdrüssig sein, διαπεπλησμένος τινός, Andoc. 1, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz erfüllen, Sp., τινός. – Pass., διεπλήσϑη Σικελία αὐτῶν Thuc. 7, 85; dah. = überdrüssig sein, διαπεπλησμένος τινός, Andoc. 1, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek