- δια-πέπτω
δια-πέπτω, durchkochen, Theophr., l. d. – Vgl. διαπέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πέπτω, durchkochen, Theophr., l. d. – Vgl. διαπέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek