δια-πλώϊσις, ἡ, = διάπλοος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώϊσις — ΐσεως, ἡ Μ [πλωΐζω] η μεταφορά εμπορευμάτων διά θαλάσσης … Dictionary of Greek