- δια-πλατύνω
δια-πλατύνω, ganz breit machen, Ath. XIV, 648 a; τὰ σώματα σίτῳ Xen Lac. 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πλατύνω, ganz breit machen, Ath. XIV, 648 a; τὰ σώματα σίτῳ Xen Lac. 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek