- δι-α-πλόω
δι-α-πλόω, auseinanderfallen, Sp. So hat Ath. XI, 504 d für διαπνεῖσϑαι in der aus Xen. Symp. 2, 25 angeführten Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-α-πλόω, auseinanderfallen, Sp. So hat Ath. XI, 504 d für διαπνεῖσϑαι in der aus Xen. Symp. 2, 25 angeführten Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόω — πλόος sailing masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic) πλόος sailing masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόῳ — πλόος sailing masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόωι — πλόῳ , πλόος sailing masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοπλοώ — νυκτοπλοῶ και νυκτιπλοῶ, έω (ΑΜ) 1. ταξιδεύω με πλοίο τη νύχτα 2. μτφ. είμαι ακριβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλοῶ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ. Ο τ. νυκτιπλοῶ < νυκτι τοῦ νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
ουρανοπλοώ — ουρανοβατώ, ζω με φαντασιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλοώ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ] … Dictionary of Greek
πυκνοπλοώ — έω, Α ταξιδεύω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + πλοῶ (< πλόος / πλοῦς < πλέω), πρβλ. νυκτο πλοῶ] … Dictionary of Greek
βραδυπλοώ — (Α βραδυπλοῶ, έω) πλέω αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πλοώ < πλους < πλέω] … Dictionary of Greek
ερωτοπλοώ — ἐρωτοπλοῶ, έω (Α) πλέω στο πέλαγος τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλοώ < πλους] … Dictionary of Greek