δι-απο-φεύγω

δι-απο-φεύγω

δι-απο-φεύγω, gänzlich entkommen?


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαπόφυκτος — εὐαπόφυκτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει, που ξεφεύγει εύκολα, ο ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο φυκτος (< απο φευγω), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα φυγ τής ρ. φευγ (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον)] …   Dictionary of Greek

  • αυτοεξορίζομαι — φεύγω από την πατρίδα μου ή δεν επιστρέφω σ αυτήν ενώ βρίσκομαι στο εξωτερικό και αντιμετωπίζω τα προβλήματα και τις δυσκολίες που έχουν οι εξόριστοι …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

  • διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”