- παρ-ασπαίρω
παρ-ασπαίρω, dabei zappeln, zucken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ασπαίρω, dabei zappeln, zucken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρασπαίρω — ΜΑ στενοχωριέμαι κοντά σε κάτι ασθμαίνοντας από αγωνία, κινούμενος σπασμωδικώς και σφαδάζοντας από τον ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπαίρω «ασθμαίνω με αγωνία, τρέμω, σπαρταρώ»] … Dictionary of Greek