- παρα-ρᾳθυμέω
παρα-ρᾳθυμέω, παραραίνω u. ä., s. παραῤῥᾳϑυμέω, παραῤῥαίνω u. ä.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-ρᾳθυμέω, παραραίνω u. ä., s. παραῤῥᾳϑυμέω, παραῤῥαίνω u. ä.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρερρᾳθυμηκότες — παρερρᾳθῡμηκότες , παρά ῥᾳθυμέω perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)