δεόντως

δεόντως

δεόντως, adv. von δέον, wie es nöthig ist, gehöriger Weise, Plat. Legg. VIII, 837 c u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεόντως — as it ought indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεόντως — (AM δεόντως) επίρρ. [δέον] όπως είναι αναγκαίο, όπως πρέπει να γίνει («αίτηση δεόντως χαρτοσημασμένη») …   Dictionary of Greek

  • подобьнѣ — (24) нар. 1.Надлежащим образом: ѥгда покаѥши сѧ постенеши тъгда сп҃сеши сѧ. || ˫ако велика ѥсть милость х҃а б҃а. и оцѣштениѥ обраштѧюштиимъсѧ къ немѹ подобьнѣ. обратимъсѧ и покаимъсѧ. Изб 1076, 201–202; Сице сп҃сьно и подобьнѣ заповѣдана˫а и лѣпо …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νηφόντως — (Α) επίρρ. 1. με νηφαλιότητα, με σύνεση 2. με ένταση, άγρυπνα («τὸ μὴ συνεχῶς προσεύχεσθαι καὶ νηφόντως», Εφραίμ. Σύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήφων, οντος, μτχ. ενεστ. τού νήφω «απέχω από το κρασί, είμαι σε πνευματική διέγερση» + επιρρμ. κατάλ. ως (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • οφειλόντως — ὀφειλόντως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, οντος τού ὀφείλω] …   Dictionary of Greek

  • Γουάξμαν, Φραντς — (Franz Waxman, Γερμανία 1906 – ΗΠΑ 1967). Γερμανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Έπαιζε πιάνο από πολύ μικρός και έτσι οι δικοί του δεν εξεπλάγησαν όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Γ. εγκατέλειψε τη θέση του στην τράπεζα για να φοιτήσει στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”