- δι-όργυιος
δι-όργυιος, zwei Klafter groß; Her. 4, 195; Xen. Cyn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-όργυιος, zwei Klafter groß; Her. 4, 195; Xen. Cyn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραόργυιος — και τετρόργυιος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όργυιος (< ὀργυιά), πρβλ. δι όργυιος] … Dictionary of Greek
δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
διόργυιος — διόργυιος, ον (AM) αυτός που έχει απόσταση δύο οργυιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + οργυιος < όργυια] … Dictionary of Greek
πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
πεντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει ύψος ή μήκος σαράντα οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] … Dictionary of Greek