- δι-χοίνικος
δι-χοίνικος, zwei Chöniken haltend, Ar. Nub. 640.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-χοίνικος, zwei Chöniken haltend, Ar. Nub. 640.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοίνικος — χοί̱νικος , χοῖνιξ choenix fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε χοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. τρι χοίνικος] … Dictionary of Greek
τετραχοίνικος — ον, Α αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χοίνικες («μέτρον τετραχοίνικον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοίνικος (< χοῖνιξ, οίνικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που περιέχει τριάντα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek
νεανίας — ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις) νεαρός ως προς την ηλικία μσν. πολεμιστής αρχ. 1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος 2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης,… … Dictionary of Greek
παρακρουσιχοίνικος — ον, Α (ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι χοίνικος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα ίση με σαράντα χοίνικες («ἀρτάβη τεσσαρακονταχοίνικος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + χοῖνιξ, ικος (πρβλ. πεντα χοίνικος)] … Dictionary of Greek
χοινίκη — η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι αρχ. η χνόη* τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. τής λ. χοινικίς*] … Dictionary of Greek
χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης … Dictionary of Greek