- βακχιάζω
βακχιάζω, = βακχεύω, Eur. Cycl. 204 Bacch. 931.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακχιάζω, = βακχεύω, Eur. Cycl. 204 Bacch. 931.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακχιάζω — pres subj act 1st sg Βακχιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχιάζω — (Α) βακχεύω … Dictionary of Greek
βακχιάζουσιν — Βακχιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) Βακχιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίαζε — Βακχιάζω pres imperat act 2nd sg Βακχιάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχιάζων — Βακχιάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχιάζετ' — βακχιάζετε , Βακχιάζω pres imperat act 2nd pl βακχιάζετε , Βακχιάζω pres ind act 2nd pl βακχιάζεται , Βακχιάζω pres ind mp 3rd sg βακχιάζετο , Βακχιάζω imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) βακχιάζετε , Βακχιάζω imperf ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek