παρα-πέμπω

παρα-πέμπω

παρα-πέμπω, daneben-, vorbeischicken, machen, daß ein Geschoß vorüberfliegt ohne zu treffen, Od. 12, 72, es hätte ihn getroffen, ἀλλὰ Ἥρη παρέπεμψεν; dah. auch vorüberführen, Sp.; geleiten, Ar. Eqq. 546; Xen. Hell. 7, 2, 18; Plut. Pericl. 5 u. a. Sp.; bes. zu Grabe geleiten, D. L. 3, 41; vgl. Ath. XIII, 594 e; – zuschicken, ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον, Soph. Phil. 1445, vom Echo; hinbringen, hinschaffen, σῖτον ἐκ τοῦ Ἑλληςπόντου εἰς Λῆμνον, Dem. 18, 77; παρεπέμφϑη ἐφ' Ἑλληςπόντου, Thuc. 8, 61; zu Hülfe schicken, Xen. Hell. 4, 3, 4 An. 6, 3, 15; – fortschicken, entlassen, auch verachten, verschmähen, τοὺς οὐκ ὀρϑῶς συμβουλεύοντας, Dem. 18, 166; ἅπασιν οἰκείως ἀπήντησε, πλὴν Ῥοδίων· τούτους δὲ παρέπεμπε, Pol. 30, 17, 17; neben καταγιγνώσκω, 32, 10, 3 u. öfter; τὴν οἰκείοτητα, nicht berücksichtigen, D. Sic. 4, 34; Ggstz ἀσπάζεσϑαι, S. Emp. adv. math. 7, 11, παραλαμβάνειν, pyrrh. 1, 183; = ἐκβάλλειν, adv. math. 7, 81; daher auch παραπέμπων ἑαυτὸν πότοις καὶ μουσικῇ, Plut. Sol. 29, sich überlassen, ergeben. – Med. von sich wegschicken, entlassen, z. B. seine Frau, Apollod. 1, 9, 28; auch κάματον, Ar. Nub. 1360.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek

  • πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… …   Dictionary of Greek

  • προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”