- βακχεύτρια
βακχεύτρια, ἡ, die Bacchantin, Hesych. u. B. A. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακχεύτρια, ἡ, die Bacchantin, Hesych. u. B. A. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακχευτής — ο (Α βακχευτής, ο, θηλ. βακχεύτρια, η) αυτός που κατέχεται από βακχική μανία … Dictionary of Greek