δι-χόλωτος

δι-χόλωτος

δι-χόλωτος zwiefach erzürnt, stand Pallad. 9, wo (IX, 168) τριχόλωτος aus dem cod. Vat. hergestellt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χολωτός — angry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολωτός — ή, όν, Α 1. ο γεμάτος θυμό, οργισμένος («νείκειον δ Ὀδυσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (πιθ. στον Λουκιαν., με κυριολ. σημ.) ο γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • χολωτόν — χολωτός angry masc acc sg χολωτός angry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολωτοῖς — χολωτός angry masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολωτοῖσιν — χολωτός angry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοχόλωτος — θεοχόλωτος, ον (Α) αυτός που έχει την οργή, τον χόλο τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χολωτος (< χολούμαι «θυμώνω»), πρβλ. αυτο χόλωτος, ευ εκ χόλωτος] …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • τριχόλωτος — ον, Α εξαιρετικά μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι + χολωτός «οργισμένος» (< χολῶ «χολώνω, θυμώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”