- δι-φαλαγγ-άρχης
δι-φαλαγγ-άρχης, ὁ, Befehlshaber von zwei Phalangen, 8192 Mann, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-φαλαγγ-άρχης, ὁ, Befehlshaber von zwei Phalangen, 8192 Mann, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη … Dictionary of Greek