δι-φωνία

δι-φωνία

δι-φωνία, , Zweistimmigkeit.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωνία — φωνίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοφωνία — η (AM καινοφωνία) η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι φωνία, συμ φωνία] …   Dictionary of Greek

  • ορθοφωνία — η 1. η ορθή και ευκρινής προφορά τών λέξεων 2. μέθοδος με την οποία διορθώνονται τα φωνητικά ελαττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. μονο φωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • χρηστοφωνία — ἡ, Α ωραία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. κακο φωνία] …   Dictionary of Greek

  • αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοφωνία — η κλάδος που ασχολείται με την επεξεργασία τής ομιλίας κάνοντας χρήση τής ηλεκτρονικής τεχνικής με σκοπό την επίτευξη ασφάλειας και μυστικότητας κατά τη μετάδοση προφορικών μηνυμάτων με ενσύρματα ή ασύρματα τηλεπικοινωνιακά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεόραση — η, Ν η ραδιοφωνία και η τηλεόραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραδιο φωνία* + τηλεόραση*] …   Dictionary of Greek

  • σημειοφωνία — η, Ν (ψυχ.) θεραπευτική μέθοδος τών διαταραχών τού προφορικού και γραπτού λόγου με τη χρησιμοποίηση ειδικού οργάνου, τού σημειοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + φωνία (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνία — η, Ν τηλεπ. 1. βασικό σύστημα τηλεπικοινωνίας κατά την οποία γίνεται μετάδοση πληροφοριών υπό μορφή προφορικού λόγου 2. το σύνολο τών τηλεφωνικών εγκαταστάσεων μιας περιοχής 3. φρ. α) «ασύρματη τηλεφωνία» σύστημα τηλεφωνίας χωρίς τη χρήση… …   Dictionary of Greek

  • asymphony — aˈsymphony ? Obs. [ad. Gr. ἀσυµϕωνία, f. ἀσύµϕωνος inharmonious: see symphony.] Want of harmony, discord. in Blount Glossogr …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”