- διφρίσκος
διφρίσκος, ὁ, dim. von δίφρος, Ar. Nubb. 31, kleiner Wagen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφρίσκος, ὁ, dim. von δίφρος, Ar. Nubb. 31, kleiner Wagen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρίσκοι — διφρίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρίσκον — διφρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρίσκου — διφρίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρίσκους — διφρίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)