- διφρ-ηλάτης
διφρ-ηλάτης, ὁ, Wagenlenker; Pind. I. 1, 17; Aesch. Eum. 151; Soph. El. 743; Eur. I. A. 216. Auch Luc. D. D. 25, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφρ-ηλάτης, ὁ, Wagenlenker; Pind. I. 1, 17; Aesch. Eum. 151; Soph. El. 743; Eur. I. A. 216. Auch Luc. D. D. 25, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζευγολάτης — και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση τού ο τού ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης <… … Dictionary of Greek