δευτέριος

δευτέριος

δευτέριος, zum Zweiten gehörig, von zweiter Qualität, Sp. Auch = vor., Nicoph. B. A. 89; – τὸ δ. u. τὰ δ., die Nachgeburt, Madic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δευτέριος — of inferior quality masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέριος — (7ος αι. μ.Χ.) Πατριάρχης της αίρεσης των αρειανών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δ. άλλαξε το κείμενο της επίκλησης του βαπτίσματος και το αντικατέστησε με τη φράση «Βαπτίζεται… εις το όνομα του πατρός, διά Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». * * * δευτέριος, α …   Dictionary of Greek

  • δευτέριον — δευτέριος of inferior quality masc acc sg δευτέριος of inferior quality neut nom/voc/acc sg δευτερέω imperf ind act 3rd pl (doric) δευτερέω imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερίην — δευτέριος of inferior quality fem acc sg (epic ionic) δευτερίας seconds masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρια — δευτέριος of inferior quality neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερία — δευτερίᾱ , δευτέριος of inferior quality fem nom/voc/acc dual δευτερίᾱ , δευτέριος of inferior quality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱ , δευτερίας seconds masc nom/voc/acc dual δευτερίας seconds masc voc sg δευτερίᾱ , δευτερίας… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερίας — δευτερίᾱς , δευτέριος of inferior quality fem acc pl δευτερίᾱς , δευτέριος of inferior quality fem gen sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱς , δευτερίας seconds masc acc pl δευτερίᾱς , δευτερίας seconds masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՐՈՐԴ — (ի, աց կամ ից, աւ, իւ, օք իւք.) NBH 1 0702 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c ա. δεύτερος secundus, alter Զկնի առաջնոյն յաջորդն կամ յետինն. վերջինն յերկուց. միւսն. *Օր երկրորդ: Անուն գետոյն երկրորդի գեհովն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՐԿՐՈՐԴԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0702 Chronological Sequence: 8c ա. δευτέριος secundarius Որ ինչ է յերկրորդ կարգի զկնի առաջնոյն. որպէս, *Երւրորդական գահ, պատիւ. Խոր. ՟Բ. 10. 18. 85: ԵՐԿՐՈՐԴԱԿԱՆՔ (2 1051) Տ. ԵՐԿՐՈՐԴԱՆՔ. *Յաղագս երկրորդականաց. թէ յայտնապէս. եւ մի՛… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δευτερίαν — δευτερίᾱν , δευτέριος of inferior quality fem acc sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱν , δευτερίας seconds masc acc sg (attic epic doric aeolic) δευτερίας seconds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”