- δευτεριάζω
δευτεριάζω, die zweite Rolle spielen, Ar. Eccl 634.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δευτεριάζω, die zweite Rolle spielen, Ar. Eccl 634.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δευτεριάζω — (Α) υποκρίνομαι δεύτερο πρόσωπο στο θέατρο, παίζω δεύτερο ρόλο … Dictionary of Greek
δευτεριάζειν — δευτεριάζω play the second part pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεριῶν — δευτερίας seconds masc gen pl δευτεριάζω play the second part fut part act masc voc sg δευτεριάζω play the second part fut part act neut nom/voc/acc sg δευτεριάζω play the second part fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek