- δευτερωτής
δευτερωτής, ὁ, der Ausleger der Tradition, der Rabbiner, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δευτερωτής, ὁ, der Ausleger der Tradition, der Rabbiner, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δευτερωτής — ο (AM δευτερωτής) νεοελλ. 1. αυτός που δευτερώνει, επαναλαμβάνει κάτι 2. παροιμ. «τού δευτερωτή το ζευγάρι σβέλτα σβαρνίζει» είναι εύκολο να επαναλάβεις κάτι που έχεις κιόλας γίνει αρχ. ο ερμηνευτής τής Παλαιάς Διαθήκης ή τών θρησκευτικών… … Dictionary of Greek