- μακτήρ
μακτήρ, ῆρος, ὁ, der Knetende, nach Hesych. auch = μάκτρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακτήρ, ῆρος, ὁ, der Knetende, nach Hesych. auch = μάκτρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακτήρ — μακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα» β) «διφθέρα» γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
μακτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
μακτήριος — μακτήριος, ία, ον (Α) [μακτήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα β) μάκτρο, προσόψιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια πιθ. τροφή, τρόφιμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον… … Dictionary of Greek
μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρ — κλῑμακτήρ , κλιμακτήρ rung of a ladder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)