δι-τάλαντος

δι-τάλαντος

δι-τάλαντος, zwei Talente schwer, werth; ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα Her . 1, 50; 2, 96; οἶκος Dem. 27, 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψοτάλαντος — κρυψοτάλαντος, ον (Α) αυτός που κρύβει, που δεν εκδηλώνει το ταλέντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψο (βλ. κρυπτ[ο] ) + τάλαντος (< τάλαντον), πρβλ. α τάλαντος, πολυ τάλαντος] …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • ομοτάλαντος — ὁμοτάλαντος, ον (Α) ισότιμος, ισοβαρής, ισοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τάλαντον «μονάδα βάρους» (πρβλ. ισο τάλαντος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει αξία δεκαπέντε ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + τάλαντον (πρβλ. τρι τάλαντος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… …   Dictionary of Greek

  • τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοτάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …   Dictionary of Greek

  • talant — TALÁNT, talanţi, s.m. 1. Unitate de măsură pentru greutăţi, de mărime variabilă, folosită în Grecia antică. 2. Monedă de aur sau de argint, cu valoare variabilă, folosită în Grecia antică. – Din sl. talanŭtŭ. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”