- νακτός
νακτός, zusammengedichtet, gefilzt, Plut. C. Graech. 7; gewalkt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νακτός, zusammengedichtet, gefilzt, Plut. C. Graech. 7; gewalkt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νακτός — νακτός, ή, όν (Α) 1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ τού ρ. νάσσω «πιέζω,… … Dictionary of Greek
νακτά — νακτός close pressed neut nom/voc/acc pl νακτά̱ , νακτός close pressed fem nom/voc/acc dual νακτά̱ , νακτός close pressed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νακτῆς — νακτός close pressed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύννακτος — ον, Α [συννάσσω] πάρα πολύ νακτός*, συμπυκνωμένος, πεπιεσμένος … Dictionary of Greek
χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)