- δεσμώτης
δεσμώτης, ὁ, der Gefangene, ϑεός Aesch. Prom. 119; Soph. Ai. 105; gew. als subst., Her. 3, 143; Thuc. 5, 35 u. Folgde. – Cratin. soll es nach Suid. aktive für Gefangenwärter gebraucht haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσμώτης, ὁ, der Gefangene, ϑεός Aesch. Prom. 119; Soph. Ai. 105; gew. als subst., Her. 3, 143; Thuc. 5, 35 u. Folgde. – Cratin. soll es nach Suid. aktive für Gefangenwärter gebraucht haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσμώτης — prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)