- δισσάς
δισσάς, Archi. ep. (X, 10) ἱερῆς ἐπὶ δισσάδος, verderbte Lesart; Jak. vermuthet λισσάδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισσάς, Archi. ep. (X, 10) ἱερῆς ἐπὶ δισσάδος, verderbte Lesart; Jak. vermuthet λισσάδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισσᾶς — δισσός twofold fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισσάς — δισσά̱ς , δισσός twofold fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek