δι-σπόνδειος

δι-σπόνδειος

δι-σπόνδειος, aus zwei Spondeen bestehend, , der Versfuß – – – –, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπονδεῖος — used at a libation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος …   Dictionary of Greek

  • σπονδείος — ο είδος μέτρου στην αρχαία ποίηση που αποτελείται από δύο μακρόχρονες συλλαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Спондей — (σπονδεϊος) в греческой и латинской метрике стопа, состоящая из двух долгих слогов ( ). Русскому стихосложению этот размер несвойствен. Спондаическим стихом называется гекзаметр, пятая стопа которого есть С. Иногда название спондаического стиха… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σπονδεῖοι — σπονδεῖος used at a libation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδεῖον — cup from which the neut nom/voc/acc sg σπονδεῖος used at a libation masc acc sg σπονδεῖος used at a libation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδείων — σπονδεῖον cup from which the neut gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation fem gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • спондей — СПОНДЕ´Й (греч. σπονδεῖος, от σπονδή возлияние) в античной метрике четырехдольная стопа о двух долгих слогах ⌣̅⌣̅ ⌣̅⌣̅. Стихи, составленные этим размером, предназначались в древней Греции для чествования богов и исполнялись при совершении… …   Поэтический словарь

  • αναπαιστοσπόνδειος — ἀναπαιστοσπόνδειος, ο (Μ) μετρικός πόδας που αποτελείται από ανάπαιστο και σπονδείο (∪∪ ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπαιστος + σπονδεῖος] …   Dictionary of Greek

  • δισπόνδειος — δισπόνδειος, ον (Α) μετρική ενότητα που αποτελείται από δύο σπονδείους). [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σπονδείος] …   Dictionary of Greek

  • μολοσσοσπόνδειος — μολοσσοσπόνδειος, ὁ (Α) (ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και σπονδείο, δηλ. / . [ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + σπονδεῖος «είδος μέτρου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”