- δεσπότειος
δεσπότειος, = δεσπόσυνος, ὠλέναι Lycophr. 1183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσπότειος, = δεσπόσυνος, ὠλέναι Lycophr. 1183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσπότειος — δεσπότειος, α, ον (Α) [δεσπότης] ο δεσπόσυνος … Dictionary of Greek
δεσποτείαις — δεσπότειος fem dat pl δεσποτεία the power of a master fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτεία — δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτείας — δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem gen sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
δεσποτείαι — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτείαν — δεσποτείᾱν , δεσπότειος fem acc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱν , δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτείᾳ — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)