- δις-θανής
δις-θανής, ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δις-θανής, ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισθανής — δισθανής, ές (Α) αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + θανής < (θ.) θαν (έθανον)] … Dictionary of Greek