- μακρ-έτειος
μακρ-έτειος, langjährig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρ-έτειος, langjährig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek