- μακρο-γένειος
μακρο-γένειος, mit langem Barte, Poll. 4, 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-γένειος, mit langem Barte, Poll. 4, 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλογένειος — κοιλογένειος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει κοίλωμα, λακάκι στο γύρω από το γένι μέρος, στο πηγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, πυρρο γένειος] … Dictionary of Greek
χαλκογένειος — ον, Α χαλκόγενυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, ὀξυ γένειος] … Dictionary of Greek
πρωτογένειος — ον, Α αυτός τού οποίου άρχισαν να βγαίνουν τα πρώτα γένια («τὸ μειράκιον, ὁ πρωτογένειος, ὁ νεανίας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(o) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος] … Dictionary of Greek