μακρο-φυής

μακρο-φυής

μακρο-φυής, ές, lang gewachsen, Arist. part. an. 4, 13 im comp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στειροφυής — ές, Μ 1. ο εκ φύσεως στείρος, άγονος 2. αυτός που γεννήθηκε από μητέρα η οποία ήταν στείρα επί μακρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + φυής (< φύω / φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”