- μακρο-σκελής
μακρο-σκελής, ές, langschenkelig, langfüßig; Aesch. frg. 62; Arist. H. A. 2, 12, im comp. 9, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-σκελής, ές, langschenkelig, langfüßig; Aesch. frg. 62; Arist. H. A. 2, 12, im comp. 9, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
ισχνοσκελής — ἰσχνοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
μικροσκελής — ές (Α μικροσκελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα, σε σχέση με το σώμα του, κοντά σκέλη, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
υγροσκελής — ές, ΜΑ αυτός που έχει εύκαμπτα, ευλύγιστα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σκελής (<σκέλος), πρβλ. μακρο σκελής] … Dictionary of Greek