- μακρο-πώγων
μακρο-πώγων, ωνος, langbärtig, Poll. 4, 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-πώγων, ωνος, langbärtig, Poll. 4, 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπώγων — καταπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ γένι («κατάκωμοι, καταπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πώγων (< πώγων «γένεια»), πρβλ. βαθυ πώγων, μακρο πώγων] … Dictionary of Greek
μεγαλοπώγων — μεγαλοπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] … Dictionary of Greek
πολιοπώγων — ωνος, ὁ, Μ αυτός που έχει γκρίζα γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πώγων «γένια» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] … Dictionary of Greek
τελειοπώγων — ωνος, ὁ, Μ αυτός που έχει όλα τα γένεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + πώγων (< πώγων, ωνος), πρβλ. μακρο πώγων] … Dictionary of Greek
στρογγυλοευμορφοπώγωνος — η, ον, Μ αυτός που έχει στρογγυλή και ωραία γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + εὔμορφος + πώγωνος (< πώγων, ωνος), πρβλ. μακρο πώγωνος] … Dictionary of Greek