μακρο-πόρευτος

μακρο-πόρευτος

μακρο-πόρευτος, der weit gereist ist, Schol. Il. 5, 280.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπόρευτος — ὁ, ΜΑ αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο πόρευτος] …   Dictionary of Greek

  • υγροπόρευτος — ον, Α αυτός που πορεύεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο πόρευτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”