- δερματίς
δερματίς, ίδος, ἡ, Haut, Phot. ep. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερματίς, ίδος, ἡ, Haut, Phot. ep. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερματίς — ( ίδος), η (Μ) μικρό δέρμα … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek