- δερματο-φόρος
δερματο-φόρος, Felle als Kleidung tragend, Strab. XVI p. 776.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερματο-φόρος, Felle als Kleidung tragend, Strab. XVI p. 776.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλημοφόρος — κλημοφόρος, ὁ (Α) Ρωμαίος εκατόνταρχος που έφερε κλημάτινη ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα (ΙΙ), με τη σημ. «κλημάτινη ράβδος» + φόρος (< φέρω), πρβλ. σπερμο φόρος. Το α συνθετικό σχηματίζεται από το θέμα τής ονομ. και όχι τής γεν., όπως συν. (πρβλ … Dictionary of Greek