- δερματικός
δερματικός, haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερματικός, haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερματικός — of skin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικός — ή, ό (AM δερματικός, ή, όν) ο δερμάτινος νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου («δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα») αρχ. 1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
δερματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα: Τα απορρυπαντικά προκαλούν πολλές δερματικές παθήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δερματικά — δερματικός of skin neut nom/voc/acc pl δερματικά̱ , δερματικός of skin fem nom/voc/acc dual δερματικά̱ , δερματικός of skin fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικόν — δερματικός of skin masc acc sg δερματικός of skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικοῖς — δερματικός of skin masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικοί — δερματικός of skin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικῆς — δερματικός of skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικήν — δερματικός of skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματικῷ — δερματικός of skin masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
усменый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил. (греч. δερμάτικος) кожаный. … … Словарь церковнославянского языка