μακρ-αύχην

μακρ-αύχην

μακρ-αύχην, ενος, langhalsig, ὄρνις, Ath. I, 6 c; übh. = lang, κλῖμαξ, Eur. Phoen. 1180. Bei Hippocr. auch μακραύχενος; τὰ μακραύχενα, Arist. H. A. 8, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην …   Dictionary of Greek

  • χλωραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για αηδόνι) αυτός που έχει πράσινο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην, σκληρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • σιμαύχην — ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • μακραύχην — μακραύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.) 2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. ερι αύχην, ριψ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”