- μακρό-θῡμος
μακρό-θῡμος, langmüthig, langsam im Entschließen u. Handeln, Ggstz ὀξύϑυμος, N. T. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-θῡμος, langmüthig, langsam im Entschließen u. Handeln, Ggstz ὀξύϑυμος, N. T. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόθυμος — ἰσόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρό θυμος, μικρό θυμος] … Dictionary of Greek
ταυτόθυμος — ον, Μ ομόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) ταυτ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. μακρό θυμος] … Dictionary of Greek
οβριμόθυμος — ὀβριμόθυμος, ον (Α) ορμητικός, τολμηρός, με ισχυρή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + θυμός (πρβλ. μακρό θυμος)] … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
ωλεσίθυμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ … Dictionary of Greek