- μακρό-φωνος
μακρό-φωνος, laut rufend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-φωνος, laut rufend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρόφωνος — ξηρόφωνος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει βραχνή φωνή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόφωνον η ξηρότητα τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό φωνος] … Dictionary of Greek
χειλεόφωνος — και χειλόφωνος, η, ο, Ν 1. αυτός που εκφωνείται με τα χείλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειλεόφωνα γραμμ. οι χειλικοί φθόγγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό φωνος. Ο τ. χειλεόφωνος μαρτυρείται από το 1876 στον Ι. Ν.… … Dictionary of Greek