- μακρό-τομος
μακρό-τομος, lang geschnitten, Ggstz von βραχύτομος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-τομος, lang geschnitten, Ggstz von βραχύτομος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek