- μακρό-πους
μακρό-πους, οδος, langfüßig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-πους, οδος, langfüßig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακόπους — μαλακόπους, ουν (Μ, Α μαλακαίπους, ουν) αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους] … Dictionary of Greek
ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
δίσημος — η, ο (AM δίσημος, ον) 1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος 2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [ ] ή το βραχύ [υ] 3. μσν. νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» ρυθμική μονάδα τής βυζαντινής μουσικής που… … Dictionary of Greek
κυλλοπόδης — κυλλοπόδης, ὁ (Α) κυλλοποδίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πόδης (< πούς, ποδ ός), πρβλ. γοργό πόδης, μακρο πόδης) … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek