- δι-πλήσιος
δι-πλήσιος, ion. = διπλάσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-πλήσιος, ion. = διπλάσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιος — near masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου. * * * ία, ίον και δωρ. τ. πλάσιος,… … Dictionary of Greek
πλησίως — πλήσιος near adverbial πλήσιος near masc acc pl (doric) πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρω — πλησίος comp πλησίος masc/neut nom/voc/acc dual πλησίος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιώτερον — πλήσιος near adverbial comp πλήσιος near masc acc comp sg πλήσιος near neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιον — πλήσιος near masc acc sg πλήσιος near neut nom/voc/acc sg πλησίος indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρων — πλησίος fem gen pl πλησίος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρως — πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτατον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτερον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)