- παρα-πλασμός
παρα-πλασμός, ὁ, das Umbilden, Sp., wie Sext. Empir. adv. gramm. 176. – Das Wachs, mit dem man die Löcher der Flöte verstopfte, Quint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-πλασμός, ὁ, das Umbilden, Sp., wie Sext. Empir. adv. gramm. 176. – Das Wachs, mit dem man die Löcher der Flöte verstopfte, Quint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek