δι-πλόω

δι-πλόω

δι-πλόω, verdoppeln; τὴν φάλαγγα Xen. Hell. 6, 5, 19; N. T.; dah. τρίβωνα, über einander schlagen, D. L. 6, 22; αἱ μάχαιραι διπλοῠνται, legen sich um, bekommen Scharten, Plut. Cam. 41; vgl. διπλόη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλόω — πλόος sailing masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic) πλόος sailing masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλόῳ — πλόος sailing masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλόωι — πλόῳ , πλόος sailing masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτοπλοώ — νυκτοπλοῶ και νυκτιπλοῶ, έω (ΑΜ) 1. ταξιδεύω με πλοίο τη νύχτα 2. μτφ. είμαι ακριβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλοῶ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ. Ο τ. νυκτιπλοῶ < νυκτι τοῦ νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανοπλοώ — ουρανοβατώ, ζω με φαντασιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλοώ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοπλοώ — έω, Α ταξιδεύω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + πλοῶ (< πλόος / πλοῦς < πλέω), πρβλ. νυκτο πλοῶ] …   Dictionary of Greek

  • βραδυπλοώ — (Α βραδυπλοῶ, έω) πλέω αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πλοώ < πλους < πλέω] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπλοώ — ἐρωτοπλοῶ, έω (Α) πλέω στο πέλαγος τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλοώ < πλους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”