δαϊθμός

δαϊθμός

δαϊθμός, , od. δαιθμός, Theilung, Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιθμός — δαιθμός, ο (Α) 1. κλήρος, τμήμα γης 2. μέθοδος, κανόνας διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • δαιθμός — allotment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιθμόν — δαιθμός allotment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”