- δαφνο-γηθής
δαφνο-γηθής, ές, sich am Lorbeer freuend, Apollo, Anth. XI, 525, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνο-γηθής, ές, sich am Lorbeer freuend, Apollo, Anth. XI, 525, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνογηθῆ — δαφνο̄γηθής delighting in the bay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem acc sg (attic epic doric) δαφνογηθής neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρογηθής — λυρογηθής, ές (Α) αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, χθονο γηθής] … Dictionary of Greek
χθονογηθής — ές, Α αυτός που χαίρεται με τα γήινα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + γηθής (< γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, λυρο γηθής] … Dictionary of Greek